Η Τουρκία σήμερα: Μια δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση

Τουρκία δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση

Απόδοση-Επιμέλεια κειμένου: Λαμπρινάκου Έλενα
Η κυβέρνηση ΑΚΡ, από την αρχή της εξουσίας της, έχει αναπτύξει επιτυχώς την τακτική της δυσφήμισης και απονομιμοποίησης της αντιπολίτευσης. Αλλά η τακτική έχει καταστεί επιτυχής, επειδή εκείνοι που έχουν διαδοχικά γίνει στόχος από το ΑΚΡ - κοσμικοί, φιλελεύθεροι, αριστεροί, Κούρδοι - έχουν συμβάλλει στις αξιώσεις ή την εναντίωση άλλων να είναι παράνομοι. 

H δημοκρατία της Τουρκίας είναι, επομένως κατεστραμμένη, όχι μόνο επειδή η αντιπολίτευση έχει δυσφημιστεί, και ακόμη ποινικοποιηθεί από το κόμμα του ΑΚΡ. Είναι οι διαιρέσεις στην κοινωνία που καθιστούν δυνατό τον αυταρχισμό.
ΥΠΟΒΑΘΡΟ: Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης της Τουρκίας (ΑΚΡ) έχει παραμείνει αφοσιωμένο σε μια στρατηγική που βασίζεται στον πραγματισμό και τον λαϊκισμό. Από όταν ανήλθε στην εξουσία το 2002, έχει αφήσει στο περιθώριο την ανάπτυξη οποιουδήποτε σταθερού ιδεολογικού ή διαλογικού πλαισίου. Η ετερογένεια των πολιτικών του ΑΚΡ δεν κατέστη επιζήμια για τη δημοτικότητα του κόμματος, το αντίθετο μάλιστα. Σε μεγάλο μέρος, λόγω της χαρισματικής ηγεσίας του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και σε συνδυασμό με τον κυβερνητικό έλεγχο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και της κοινωνίας των πολιτών, το κόμμα έχει διατηρήσει τον έλεγχο της κοινής γνώμης. Ωστόσο, η επιτυχία της στρατηγικής του ΑΚΡ δεν έχει συμβεί μόνο λόγω του «marketing» του κόμματος, αλλά και λόγω του τρόπου απεικόνισης, δυσφήμισης και απονομιμοποίησης της αντιπολίτευσης.
Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, σημαδεύτηκαν από μια κρίση νομιμότητας. Ήταν το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης νομιμότητας του ΑΚΡ, από κοσμικούς κύκλους, που είχαν καθοδηγηθεί από τον τουρκικό στρατό. Σε απάντηση, το ΑΚΡ αυτο-ορίστηκε ως εκπρόσωπος των καθολικών, φιλελεύθερων αξιών, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων των πολιτών, προκειμένου να θωρακιστεί από την απειλητική παρέμβαση του στρατού. Αυτός ο λόγος και η στρατηγική έκανε αυτομάτως ισοδύναμη την κριτική έναντι του ΑΚΡ με την στήριξη αντιδημοκρατικών μέτρων και τη στήριξη επιστροφής της στρατιωτικής κηδεμονίας. Το ΑΚΡ συνεδρίασε και στηρίχθηκε σε μια συμμαχία, που αποτελείτο από συντηρητικούς, αριστερούς και δεξιούς φιλελεύθερους, επιχειρηματικές ενώσεις, ισλαμικές αιρέσεις και μειονοτικές ομάδες. Τα μέλη αυτά του συνασπισμού, πίσω από το ΑΚΡ, ήταν όλα δυσαρεστημένα με το κεμαλικό, κοσμικό και εθνικιστικό καθεστώς.
Σε αντίθεση με το ΑΚΡ, το οποίο ταυτοποιήθηκε και θεωρήθηκε ως παράγοντας των φιλελεύθερων και ανθρωπιστικών αξιών, οι αντίπαλοι εμφανίστηκαν ιδιαίτερα απεχθείς. Ως εκ τούτου, κύκλοι της αντιπολίτευσης είχαν περιγραφεί ως υπερ-εθνικιστές και υποστηρικτές πραξικοπήματος, ως αντιδραστικοί που δεν ήταν σε καμία σύγκλιση με τις πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης. Έτσι έγιναν αντιληπτοί από τους διεθνείς παρατηρητές. Επιπλέον, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι κοσμικοί που επέκριναν το ΑΚΡ, έπρατταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή είχαν κατοχυρωμένο προσωπικό συμφέρον. Ήταν μέλη μιας προνομιούχας τάξη που απολάμβανε τα οικονομικά πλεονεκτήματα του ξεπερασμενου κεμαλικού καθεστώτος. Για να στηριχθεί το επιχείρημα αυτό, επινοήθηκε ο όρος «λευκοί Τούρκοι», ώστε να περιγράψει τις κοσμικούς. Καθιέρωσε με επιτυχία την ιδέα μιας διακλάδωσης, μεταξύ μιας δήθεν προνομιούχας κεμαλικής μειονότητας και του ΑΚΡ, ως εκπροσώπου της πλειοψηφίας, η οποία καταπιεζόταν -υποτίθεται- από το ξεπερασμένο καθεστώς.
Αυτή τη διχοτόμηση εκμταλλέυτηκε αποτελεσματικά το AKP, κατά τη διάρκεια του αγώνα για εδραίωση της εξουσίας του. Με τη βοήθεια αυτής της στρατηγικής, και σατιρίζοντας τους επικριτές του, το ΑΚΡ πέτυχε την εξουδετέρωση του στρατού ως πολιτικής δύναμης και την εξασφάλιση του ελέγχου της, όχι μόνο πάνω στην γραφειοκρατία, αλλά επίσης και πάνω στα μέσα ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τον επιχειρηματικό κόσμο και την κοινωνία των πολιτών γενικότερα. Το ΑΚΡ θα μπορούσε να επιτύχει σε αυτό, χωρίς να διακινδυνεύσει καμία σοβαρή πολιτική αντίδραση, επειδή η αμφισβήτησή του είχε γίνει ισούναμη με την υπεράσπιση ενός μη δημοκρατικού, μιλιταριστικού και άδικου πολιτικά συστήματος. Ως εκ τούτου, οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι που υποστήριξαν το ΑΚΡ και τους πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας δεν ενοχλήθηκαν, που τα βήματα του ΑΚΡ, να «αιχμαλωτίσει» τον κρατικό μηχανισμό και να αποκτήσει τον έλεγχό της κοινωνίας, συνοδεύτηκαν από παραβιάσεις των φιλελεύθερων αρχών - του κράτους δικαίου, της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ: Ωστόσο, η θέαση του ΑΚΡ, ως φιλελεύθερης αντίθεσης στον αυταρχικό κεμαλισμό κατέρευσε δραματικά, όταν η αστυνομία συνέθλιψε βίαια τις διαδηλώσεις Gezi το 2013. Σύμφωνα με το επίσημο αρχείο, πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν στις μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης . Εκτός από τη βιαιότητα της αστυνομίας, η συμπεριφορά του τότε Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέδειξε την αδιαλλαξία του ΑΚΡ, και αποκάλυψε τα βάθη στα οποία το ΑΚΡ ήταν έτοιμο να πάει, ώστε να εξουδετερώσει τις απειλές προς το ίδιο. Η ελίτ του ΑΚΡ και τα μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν τους διαδηλωτές οτι εξυπηρετούσαν μυστικές υπηρεσίες ξένων χωρών και επέμειναν ότι τα αιτήματά τους, για περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια, ήταν μέρος μιας διεθνούς συνωμοσίας εναντίον της Τουρκίας.
Ομοίως, το καθεστώς ισχυρίστηκε ότι η έρευνα διαφθοράς, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2013, εναντίον κυβερνητικών αξιωματούχων διοργανώθηκε από Γκιουλενιστές εισαγγελείς, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των διεθνών δυνάμεων και λόμπι.
Ενώ από νωρίς αντίπαλοι του ΑΚΡ είχαν κατηγορηθεί οτι ανοίγουν τον δρόμο για ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, τώρα οι επικριτές - πολλοί από τους οποίους είχαν νωρίτερα υποστηρίξει το ΑΚΡ ως φιλελεύθερη ελπίδα – και οι οποίοι είχαν αρχίσει να κατακρίνουν τα δημοκρατικά ελλείμματα της κυβέρνησης, σατιρίστηκαν ως μαριονέτες των ξένων δυνάμεων, που είχαν δήθεν στόχο να υπονομεύσουν την οικονομική και πολιτική άνοδο της Τουρκίας.
Η τακτική της δυσφήμισης της αντιπολίτευσης αναπτύχθηκε στη συνέχεια εναντίον ενός άλλου στόχου, του κουρδικού πολιτικού κινήματος. Η διαδικασία εύρεσης λύσης, η οποία ξεκίνησε στις αρχές του 2013, και η οποία περιελάμβανε συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης του ΑΚΡ και του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), συνέβαλε στην ομαλοποίηση της εικόνας του κουρδικού πολιτικού κινήματος, με την οποία η κυβέρνηση ενεπλάκη σε μια σοβαρή προσπάθεια να τερματιστεί μια σύγκρουση που διήρκεσε τρεις δεκαετίες. Αυτό κυρίως οδήγησε στην ομαλοποίηση της εικόνας του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), και μπορεί να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η HDP θεωρήθηκε εν τέλει ως θεμιτή επιλογή από πολλούς συντηρητικούς Κούρδους ψηφοφόρους, ο οποίοι ποτέ πριν δεν είχαν ψηφίσει κανένα από τα κόμματα του κουρδικού πολιτικού κινήματος.
Στις γενικές εκλογές του Ιουνίου του 2015, επτά στους δέκα Κούρδους ψηφοφόρους ψήφισαν υπέρ του HDP. Ωστόσο, η επιτυχία του HDP, η οποία έλαβε ένα ρεκόρ 13 τοις εκατό του συνόλου των ψήφων, σήμανε επίσης το τέλος της αναζήτησης μιας ειρηνικής λύσης, και οι συγκρούσεις μεταξύ του ΡΚΚ και των δυνάμεων ασφαλείας ξανάρχισαν. Αυτό σήμαινε, επίσης, ότι εκείνοι που υπήρξαν εταίροι του ΑΚΡ, για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εύρεσης λύσης, στιγματίστηκαν εκ νέου ως εχθροί του έθνους.
Όσο διήρκεσαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες, οι εκπρόσωποι του ΑΚΡ φαίνεται να είχαν στηριχθεί στο κουρδικό κίνημα για την υιοθέτηση ενός προεδρικού συστήματος, δίνοντας ως αντάλλαγμα κάποια μορφή τοπικής αυτονομίας. Ωστόσο, οι δηλώσεις από τον συμπρόεδρο του HDP, Selahattin Demirtaş, πριν από τις γενικές εκλογές του Ιουνίου του 2015, είχε καταστήσει σαφές ότι οι ελπίδες του ΑΚΡ για μια τέτοια συμφωνία ήταν υπερβολικές, αν και όχι εντελώς αβάσιμες. Όταν οι συγκρούσεις μεταξύ του ΡΚΚ και των δυνάμεων ασφαλείας ξεκίνησαν και πάλι, η γραμμή μεταξύ της αντίθεσης προς το ΑΚΡ και της υποστήριξης της τρομοκρατίας του ΡΚΚ είχε γίνει θολή.
Τέλος, η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι, το οποίο φημολογείται οτι οργανώνθηκε από μια φατρία Γκιουλενιστών στον στρατό, έδωσε την ελευθερία στο ΑΚΡ να στιγματίσει αυθαίρετα τις ομάδες της αντιπολίτευσης, τους δημοσιογράφους, τους ακαδημαϊκούς και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που είναι εναντίον της κυβέρνησης. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων ακαδημαϊκών, αξιωματικών του στρατού, δικαστών και εισαγγελέων έχουν απολυθεί χωρίς καμία νομική διαδικασία. Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εκδοτικοί οίκοι και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν κλείσει. Αν και είναι αναμφισβήτητο ότι η διείσδυση των Γκιουλενιστών στη γραφειοκρατία δημιουργούσε σοβαρή απειλή για την κυβέρνηση, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εξουδετέρωση αυτής της απειλής έχουν κατά πολύ υπερβεί τα όρια της νόμιμης δράσης. Οι προσωπικές και αυθαίρετες αξιολογήσεις, όσων βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, είχε επικρατήσει πάνω στις αντικειμενικές, νομικές διαδικασίες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Το AKP έχει, από την αρχή του εξουσίας του, αναπτύξει με επιτυχία την τακτική της δυσφήμισης και απονομιμοποίησης της αντιπολίτευσης. Οι κοσμικοί ήταν «λευκοί Τούρκοι», οι οποίοι είχαν δήθεν καταπιέσει τις λαϊκές μάζες, και η υπεράσπιση του κοσμικού κράτους δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια έκφραση της επιθυμίας τους να διατηρήσουν τα υλικά τους συμφέροντα με την επαναφορά ενός άδικου συστήματος. Οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί, που είχαν υποστηρίξει το ΑΚΡ, αλλά είχαν εναντιωθεί στη κυβέρνηση μετά τη κακοποίση ειρηνικών διαδηλωτών από την αστυνομία το 2013, θεωρήθηκαν οτι συνωμοτούν με τις ξένες δυνάμεις που σχεδιάζουν να σαμποτάρουν την πολιτική και οικονομική άνοδο της Τουρκίας. Το κουρδικό κίνημα, το οποίο για ένα διάστημα είχε εμπλακεί σε μια κοινή προσπάθεια με το ΑΚΡ, στη συνέχεια, στιγματίστηκε εκ νέου ως εχθρός της Τουρκίας.
Και, τέλος, η πραγματική απειλή από έναν πρώην σύμμαχο του καθεστώτος, τους Γκιουλενιστές, έχει χρησιμοποιηθεί για να δυσφημίσει όποιον αντιτίθεται στην αυταρχική πορεία της χώρας. Εν ολίγοις, κάποιος θα μπορούσε εύκολα να στιγματιστεί ως προδότης, τρομοκράτης, υποκινητής πραξικοπήματος ή Γκιουλενιστής, αν κάποιος κατακρίνει τα δημοκρατικά ελλείμματα του ΑΚΡ. Αφότου το αμερικάνικο δολάριο αυξήθηκε απότομα κατά της τουρκικής λίρας, τον Ιανουάριο του 2017, ο Πρόεδρος Ερντογάν είπε ότι «δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ ενός τρομοκράτη με όπλο και ενός τρομοκράτη με συνάλλαγμα». Στο ίδιο πνεύμα, σχετικά με το επερχόμενο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές τροποποιήσεις, ο πρόεδρος είπε ότι «όλοι όσοι σχεδιάζουν να ψηφίσουν «όχι» θα μπορούσαν να καταταχθούν στις ίδιες τάξεις με τους συνωμότες της απόπειρας πραξικοπήματος».
H αντίθεση προς την κυβέρνηση του AKP έχει, πράγματι, πάντα αντιμετωπιστεί ως παράνομη. Αλλά η τακτική έχει τελικά επιτυχία, γιατί εκείνοι που είναι ή που έχουν διαδοχικά γίνει στόχος από το ΑΚΡ - κοσμικοί, φιλελεύθεροι, αριστεροί, Κούρδοι – έχουν συμβάλλει στις αξιώσεις ή την εναντίωση άλλων να είναι παράνομοι. Οι φιλελεύθεροι υποστήριξαν την κατηγορία εναντίον των κοσμικών, ενώ οι τελευταίοι έχουν δείξει λίγη συμπάθεια για τους προηγούμενους ή για τα αιτήματα των Κούρδων. Έτσι, η δημοκρατία της Τουρκίας είναι κατεστραμμένη, όχι μόνο επειδή η αντιπολίτευση έχει δυσφημιστεί και ποινικοποιηθεί από την αρχή του ΑΚΡ. Είναι οι διαιρέσεις στην κοινωνία που καθιστούν δυνατό τον αυταρχισμό.
Αρθρογράφος: Burak Bilgehan Özpek
Αρχικό κείμενο: https://www.turkeyanalyst.org/publications/turkey-analyst-articles/item/577-turkey-today-a-democracy-without-opposition.html